Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

δῖος ὑφορβός

См. также в других словарях:

  • δίος — δῑος, ῑα, ῑον (Α) Ι. 1. αυτός που κατάγεται από τον Δία ή ανήκει στον Δία 2. (για θεούς) θείος, λαμπρός («δῑα θεάων, δῑος δαίμων») 3. (για ανθρ.) ευγενής, ένδοξος («Πηνελόπη δῑα γυναικῶν») 4. (για ανθρ. με ψυχική ανωτερότητα) ευγενής στην ψυχή,… …   Dictionary of Greek

  • σύργαστρος — ὁ, Α 1. αυτός που σέρνεται στη γη με την κοιλιά σαν το φίδι 2. μτφ. (για πρόσ.) χειρώνακτας και, κυρίως, ο ημερομίσθιος εργάτης, μεροκαματιάρης 3. (κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και το Μέγα Ετυμολογικόν) «συοφορβὸς ἢ ὑ[ο]φορβός». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης σημ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»